πολύλλιστος

πολύλλιστος
και πολύλιστος και πολύλλιτος, -ον, Α
1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ' ἱκάνω», Ομ. Οδ.
β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες.
επίρρ...
πολυλλίστως Α
με πολλές ικεσίες, με πολλά παρακάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -(λ)λιστος / -λλιτος (< λίσσομαι* «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. τρί-λλιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύλλιστος — sought with many prayers masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύλλιστον — πολύλλιστος sought with many prayers masc/fem acc sg πολύλλιστος sought with many prayers neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλλίστοισι — πολύλλιστος sought with many prayers masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλλίστῳ — πολύλλιστος sought with many prayers masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυλιτάνευτος — ον, Α πολύλλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λιτανευτός (< λιτανευω), πρβλ. ευ λιτάνευτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύλιστος — ον, Α βλ. πολύλλιστος …   Dictionary of Greek

  • πολύλλιτος — ον, Α βλ. πολύλλιστος …   Dictionary of Greek

  • τρίλλιστος — ον, Α (ποιητ. τ. αντί τρίλιστος) πολυπόθητος. επίρρ... τριλλίστως Α με μεγάλο πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λλιστος (< λίσσομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. πολύλλιστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”