- πολύλλιστος
- και πολύλιστος και πολύλλιτος, -ον, Α1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ' ἱκάνω», Ομ. Οδ.β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.)2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες.επίρρ...πολυλλίστως Αμε πολλές ικεσίες, με πολλά παρακάλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -(λ)λιστος / -λλιτος (< λίσσομαι* «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. τρί-λλιστος].
Dictionary of Greek. 2013.